υγροποιώ

υγροποιώ
(ε) μετ. сжижать (газы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υγροποιώ" в других словарях:

  • υγροποιώ — ὑγροποιῶ, έω, ΝΑ [ὑγροποιός] μετατρέπω στερεό ή αέριο σε υγρό …   Dictionary of Greek

  • υγροποιώ — υγροποιώ, υγροποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υγροποιώ — υγροποίησα, υγροποιήθηκα, υγροποιημένος, μτβ., μετατρέπω κάτι σε υγρό, ρευστοποιώ: Υγροποιώ αέριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγροποίηση — Η μεταβολή κατάστασης κατά την οποία, κάτω από κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, ένα αέριο γίνεται υγρό. Η μεταβολή αυτή μπορεί να συμβεί μόνο σε θερμοκρασία ειδική για κάθε αέριο, η οποία ονομάζεται κρίσιμη θερμοκρασία· πάνω από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • γρύζω — (AM γρύζω) 1. (για χοίρους) γρυλλίζω 2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζω αρχ. Ι. 1. λέω «γρυ» 2. υγροποιώ, λειώνω II. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, ή, όν φρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῑν;» άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ». [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • καθυγραίνω — (AM καθυγραίνω) [κάθυγρος] υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.) μσν. μέσ. καθυγραίνομαι σβήνω τη δίψα κάποιου αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • τέγγω — Α 1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.) 2. υγροποιώ 3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.) 4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτο β) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.) 5. μέσ. τέγγομαι κλαίω, θρηνώ 6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή… …   Dictionary of Greek

  • υγροποιητικός — ή, ό, Ν [υγροποιώ] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή, κυρίως, συντελεί στην υγροποίηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»